Οι συχνότερες μέθοδοι απεικόνισης του μυοσκελετικού συστήματος είναι η απλή ακτινογραφία και η υπερηχογραφία. Και ενώ η ακτινογραφία είναι η συνηθέστερη εξέταση όσον αφορά τον σκελετό και ο υπέρηχος έχει καθιερωθεί ως η διαγνωστική μέθοδος πρώτης επιλογής για τα μαλακά μόρια, παρέχοντας την ίδια ή και καλύτερη ακρίβεια από τη μαγνητική τομογραφία.
Ο υπέρηχος είναι ουσιαστικά "δια ζώσης ανατομία" (anatomy in vivo).
Έχει τα πλεονεκτήματα ότι είναι άμεσα διαθέσιμος, η προς εξέταση περιοχή μπορεί να απεικονιστεί σε πραγματικό χρόνο και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, να γίνει σύγκριση με την αντίθετη πλευρά και να γίνει δυναμική και λειτουργική εξέταση, υπό κίνηση, τάση ή χαλάρωση της άρθρωσης ή του μυός.
Παρέχεται επίσης η δυνατότητα στοχευμένων και καθοδηγούμενων θεραπευτικών
παρεμβάσεων. Έτσι εγχύσεις φαρμάκων, όπως η αλλαντική τοξίνη και τα κορτικοστεροειδή, γίνονται με απόλυτη ακρίβεια, ασφάλεια και εντός στόχου.
Συνοπτικά τα πλεονεκτήματα του υπερήχου του μυοσκελετικού συστήματος είναι τα εξής:
- Άριστη απεικόνιση των μαλακών μορίων.
- Δυνατότητα real-time, λειτουργικής απεικόνισης με πολλαπλές λήψεις και απεικόνιση σε κίνηση.
- Ακρίβεια των εγχύσεων.
- Απουσία ιονίζουσας ακτινοβολίας.
- Χαμηλό κόστος.
- Φορητότητα.